στιλό

στιλό
στιλό, το και στυλό, το
(λ. γαλλ.), στιλογράφος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… …   Dictionary of Greek

  • Καλαβρία — (Calabria). Περιοχή (15.080 τ. χλμ., 1.993.274 κάτ. το 2001) της νότιας Ιταλίας με πρωτεύουσα την πόλη Καταντσάρο (Catanzaro, 93.540 κάτ. το 2001). Περιλαμβάνει πέντε επαρχίες (σε παρένθεση ο πληθυσμός τους το 2001): Καταντσάρο (Catanzaro,… …   Dictionary of Greek

  • Καμπανέλα, Τομάζο — (Tommaso Campanella, Στίλο, Ρέτζιο ντι Καλάμπρια 1568 – Παρίσι 1639). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού φιλοσόφου Τζοβάνι Ντομένικο Καμπανέλα (Giovanni Domenico Campanella). Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών κατατάχθηκε στο τάγμα των δομινικανών μοναχών …   Dictionary of Greek

  • Λόκρι — (Locri). Κωμόπολη (περ. 8.000 κάτ.) της Ιταλίας. Βρίσκεται στην επαρχία Ρέτζιο, στην περιοχή της Καλαβρίας στη νότια Ιταλία, στις ακτές του Ιονίου πελάγους, ανάμεσα στα ακρωτήρια Στίλο και Μπρουτσάνο. Απέχει μόλις 3 χλμ. από την τοποθεσία της… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Μαρίας και Σπύρου Μαλαφούρη — Η δωρεά του ζεύγους Μαλαφούρη προς το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, το 1996, στεγάζεται σε έναν χώρο της ενιαίας βιβλιοθήκης του κτιρίου της φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Η συλλογή αυτή αποτελείται από 6.000 τόμους βιβλίων, από τους… …   Dictionary of Greek

  • Όθων — I (Σάλτσμπουργκ Βαυαρίας 1815 – Βαμβέργη 1867). Βασιλιάς της Ελλάδας (1833 1862), δευτερότοκος γιος του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου A’ και της Θηρεσίας, θυγατέρας του δούκα του Σάξεν Άλτενμπουργκ. Oρίστηκε βασιλιάς των Ελλήνων σε ηλικία 17… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • στιλογράφος — στιλογράφος, ο και στυλογράφος, ο μέσο γραφής με μελάνι, στιλό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στυλό — το βλ. στιλό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”